Εκείνο όμως που κατέστησε την Παναγία Μυρτιδιώτισσα των Κυθήρων πανελλήνιο προσκύνημα και όχι μόνο ήταν η θεραπεία ενός παραλύτου. Ο χωρικός Θεόδωρος Κουμπιανός είχε μεγάλη ευλάβεια προς τη Θεοτόκο και γι’ αυτό είχε τη συνήθεια κάθε χρόνο στις 24 Σεπτεμβρίου, ημέρα της ευρέσεως της Εικόνας και συγχρόνως 40 μέρες μετά την κοίμηση της Θεοτόκου, να πηγαίνει με συγγενείς και φίλους στην ιερά Μονή και να πανηγυρίζει το γεγονός της ευρέσεως. Αυτός φαίνεται ότι πρωτοστάτησε στη θέσπιση της πανηγύρεως.

 

Μετά από κάποια χρόνια όμως αρρώστησε και έμεινε παράλυτος στο κρεββάτι. Παρότρυνε όμως τους δικούς του να πηγαίνουν στην εορτή. Κάποτε τους παρακάλεσε να τον μεταφέρουν με το κρεββάτι στο Ναό της Μυρτιδιώτισσας για να εορτάσει κι αυτός. Παρά τις δυσκολίες το κατόρθωσαν και ζητώντας χάρη και έλεος από την Παναγία κάποια στιγμή είπε: «Μη μου παραβλέψης τους στεναγμούς και το βάρος της μακράς μου ασθενείας».

 

Ενώ γινόταν αγρυπνία και συμμετείχε κλήρος και λαός, συνέβη ένα παράδοξο γεγονός. Κάποιος βγήκε για λίγο έξω από το ναό και επιστρέφοντας φώναξε ανήσυχος ότι άκουσε θόρυβο από το μέρος της θάλασσας. Πράγματι συχνά συνέβη να έρχονται πειρατές. Βγήκαν και άλλοι έξω και διαπίστωσαν το γεγονός. Έτσι έφυγαν όλοι για να σωθούν και άφησαν μόνο του μέσα στην εκκλησία το Θεόδωρο, που καλά καλά δεν κατάλαβε τι συνέβη. Όταν το συνειδητοποίησε, δεήθηκε στη Θεοτόκο απελπισμένος από ανθρώπινη βοήθεια να μην πέσει στα χέρια των βαρβάρων. Τότε του φάνηκε σαν κάποιος να του είπε: Σήκω και συ και φύγε.

 

 

Και τότε σηκώθηκε σαν να μην ήταν ποτέ παράλυτος και άρχισε να τρέχει. Αφού κατάλαβε ότι ήταν υγιής χάρη στη Θεοτόκο, άρχισε να φωνάζει το εκκλησίασμα να επιστρέψει, γιατί δεν έρχονται πειρατές και ότι αυτός θεραπεύτηκε. Ύστερα από πολλές φωνές άρχισαν σιγά-σιγά όλοι να επιστρέφουν και έμειναν έκθαμβοι μπροστά σ’ αυτό που έβλεπαν.

Πολύ αργότερα κτίσθηκε μεγαλοπρεπής Ναός, εντυπωσιακός, ρυθμού βασιλικής, με υψηλό κωδωνοστάσιο.

 

(Διασκευή από το βιβλίο Σαράντα Εικόνες της Παναγίας του αρχιμ. Νεκτ. Ζιόμπολα) Δροσοσταλίδα