Εις τα πενήντα χρόνια που έκαμα στο Μοναστήρι του Αγίου Διονυσίου, είδα πάρα πολλά θαύματα που έκανε ο άγιος, εξ αυτών θα γράψω λίγα για να δήτε πόση παρρησία έχει ο άγιος εις τον Θεόν.

Ένα παιδάκι ηλικίας 7-8 ετών από το χωριό Βανάτο Ζακύνθου έπαιζε μέσα στο αμπέλι τους.

Ένας κυνηγός όμως, που κυνηγούσε σ’ αυτή την περιοχή, μόλις είδε να σηκώνεται ένα ορτύκι έριξε μια ντουφεκιά χωρίς να προσέξει το παιδάκι που το σκέπαζαν τα φύλλα του αμπελιού, και κατά λάθος χτύπησε το παιδί στο πρόσωπο και συγκεκριμένα στα δυο του μάτια.

Οι γονείς του πήγαν το παιδί στο Γιατρό τον κ. Νταγιάντα. Ο Γιατρός είπε ότι πρέπει να του βγάλουμε τους βολβούς ειδάλλως κινδυνεύει να πεθάνη από μόλυνση. Τελικά απεφάσισαν οι γονείς και ο γιατρός να αφαιρέσουν τους βολβούς και βυθίστηκε το παιδάκι επί είκοσι χρόνια μέσα στο σκοτάδι. Τυφλό πια ζητιάνευε για να εξοικονομήση τα προς το ζην.

Κάθε χρόνο, όταν εορτάζει ο άγιος Διονύσιος, συνηθίζουμε να γίνεται περιφορά του αγίου σκηνώματος μέσα στην πόλη, τότε πολλοί άρρωστοι ξαπλώνουν κατά γης, για να περάσει από πάνω τους το άγιο Λείψανο.

Σε μια, λοιπόν, τέτοια εορτή λέγει ο τυφλός σε κάποιον.

― Βρε παιδί μου, δεν έχω μάτια, δεν με ξαπλώνεις στο δρόμο που θα περάση ο άγιος, μήπως μου δώση το φως μου;

Ο καλός αυτός άνθρωπος τον ξάπλωσε στο δρόμο και όταν ο τυφλός αισθάνθηκε ότι ήταν ο άγιος από πάνω του, σήκωσε τα χέρια του και έπιασε τα πόδια του Αγίου και με όλη τη δύναμη της ψυχής του φώναξε.

Άγιε του Θεού, δώσε μου το φως μου να σ’ αφήσω να φύγης.

Έτρεξε η επιτροπή να του πάρη τα χέρια αλλά αυτός ήταν χειροδύναμος και συνέχιζε να φωνάζη: «Όχι, δεν τον αφήνω να φύγει».

― Άγιε μου Διονύσιε, δος μου το φως μου.

Αυτομάτως απέκτησε καινούρια μάτια.

Αυτό το θαύμα το είδα με τα μάτια μου.