Απ’ το χωριό Μάραθος της νήσου Πρώτης ήρχετο συχνά στα Στροφάδια ένα καΐκι για ψάρεμα. Μια γυναίκα από εκεί λέγει σ’ αυτούς που είχαν το καΐκι.

― Παίρνετε αυτό το μπουκάλι το λάδι να ανάψετε τα κανδήλια της Παναγίας μας που το έχω τάμα;

― Βεβαίως το παίρνουμε, απάντησαν και το έβαλαν στο αμπάρι του καϊκιού.

Όταν όμως έφτασαν στα μέσα της διαδρομής λένε μεταξύ τους.

― Δεν παίρνουμε το λάδι της γριάς να το φάμε; Μήπως η Παναγία θα φάη το λάδι;

― Πήγαινε πάρτο απ’ το αμαπάρι.

Κατέβηκε ο ένας εξ αυτών εις το αμπάρι, ψάχνει, πουθενά το λάδι.

― Πού τόβαλες; φέρε μου το τιμόνι και πήγαινε εσύ να το φέρης.

Κατεβαίνει και αυτός, πουθενά το λάδι. Αναρωτιόντουσαν μεταξύ τους τι έγινε!

Μόλις έφτασαν στα Στροφάδια, στο σημείο που πήγαν να δέσουν το καΐκι, βλέπουν μπροστά τους το μπουκάλι με το λάδι.

Συντετριμμένοι πήραν το μπουκάλι και μου το έφεραν στο Μοναστήρι.

― Πάτερ θέλαμε να φάμε το λάδι της γριάς και μας το πήρε η Παναγία μέσα από το καΐκι. Πάρτο ν’ ανάψης τα κανδήλια.