Τον Οκτώβριο του 1913 ο επιτελάρχης του εθνικού στρατού στρατηγός Δούσμανης έστειλε στη Μονή Διονυσίου του Αγίου Όρους έναν ανιψιό του δαιμονισμένο. Τον συνόδευαν δύο στρατιώτες. Σε συστατική επιστολή του προς τους πατέρες της μονής ο στρατηγός έγραφε : «Εδώ πατέρες εις την πατρίδα μου (Κέρκυρα) είναι το καλλίτερον ψυχιατρείον της Ελλάδος και έμεινεν εκεί ο ανιψιός μου αυτός Ιωάννης αλλά δεν είδομεν καμία βελτίωσιν, μας είπον δε και οι ιατροί ότι εξήντλησαν όλα τα μέσα της επιστήμης. Ως εκ τούτου απεφασίσαμεν να τον στείλωμεν εις τα άγια μέρη σας και παρακαλούμε να τον δεχτείτε και να του κάνετε ότι είναι δυνατόν πνευματικώς. Ίσως διʼ ευχών σας λυπηθεί ο Θεός και ημάς και αυτόν και τον κάμη καλά». Το μοναστήρι τον δέχτηκε τόσο από καθήκον όσο και από υποχρέωση προς το στρατηγό, που ήταν ένας από τους κύριους συντελεστές των νικηφόρων πολέμων του 1912-13 Τον πήγαν οι στρατιώτες ελαφρά δεμένο αλλά είπαν στους μοναχούς να τον προσέχουν γιατί παρουσιάζει τάσεις φυγής και δεν είχε επίγνωση του κινδύνου. Έτσι τον έκλεισαν σε ένα δωμάτιο του ξενώνα με παράθυρα σιδερόφραχτα. Εκεί πήγαιναν οι ιερείς και του διάβαζαν ευχές και εξορκισμούς. Συνήθως ήταν ήσυχος. Όταν όμως είχε κρίσεις φώναζε, βλαστημούσε και λυνόταν από τα δεσμά. Μια μέρα μάλιστα ο βαρκάρης της μονής τον έδεσε με ναυτικούς κόμπους αλλά και πάλι μέσα σε λίγα λεπτά λύθηκε. Όταν τον επισκέπτονταν κάποιος αδελφός συνήθιζε οδηγημένος από το δαίμονα να του αποκαλύπτει το παρελθόν του και ιδίως τις ανεξομολόγητες αμαρτίες του. Ήταν τότε αρχοντάρης κάποιος νέος μοναχός που είχε εργαστεί χρόνια σε ξενοδοχεία και εστιατόρια της Αθήνας. Αυτός λοιπόν του πήγαινε τα απαραίτητα αλλά άκουγε κάθε φορά… φιλιππικούς για την παλιά του αμαρτωλή ζωή. -Ορίστε μούτρα για μεγαλόσχημος καλόγερος! Δεν θυμάσαι βρε τι έκανες εκεί στα παγκάκια του Ζαππείου και στα ξενοδοχεία; Τέτοια του έλεγε και άλλα χειρότερα. -Δεν ξαναπάω εκεί, είπε κάποτε ταραγμένος ο αρχοντάρης σʼ ένα αδερφό. Θα πω στον γέροντα να στείλει άλλον. Κάθε φορά που με βλέπει με ρεζιλεύει. -Είναι αλήθεια όσα λέει ή γαβγίζει με τη συνέργια του δαίμονα; τον ρώτησε ο αδερφός. -Δυστυχώς είναι όπως τα λέει. -Δεν τα εξομολογήθηκες αυτά τα αμαρτήματα; -Όχι γιατί ντρέπομαι, απάντησε εκείνος στενάζοντας -Να πας αμέσως στον παπα-Νεόφυτο να εξομολογηθείς καταλεπτώς για να φύγει το βάρος από πάνω σου και να μην μπορεί ο δαίμονας να σε στηλιτεύει. Πραγματικά πήγε στο πνευματικό και εξομολογήθηκε. Επιστρέφοντας επισκέφθηκε πάλι τον δαιμονισμένο. Εκείνος μόλις τον είδε φώναξε :- -Τώρα θα σʼ αρχίσω πάλι από το εξώφυλλο του κατάστιχου και θα σου τα ψάλλω όπως πρέπει. Ξαφνικά όμως αγρίεψε και άρχισε να φωνάζει : -Δεν βλέπω τίποτα! Ποιος τα έσβησε; Ποιος σε συμβούλεψε; Τι να σου κάνω τώρα που δεν βλέπω τίποτε μέσα στο κατάστιχο; Ακούγοντας αυτά ο αδερφός, δόξασε το Θεό που οικονομεί τη σωτηρία μας με την εξομολόγηση. Όσο για τον Γιάννη, χάρη στις ευχές και στους εξορκισμούς των πατέρων ελευθερώθηκε από το δαιμόνιο στην εορτή των Αρχαγγέλων, 8 Νοεμβρίου. Και να πως : Η αγρυπνία μόλις είχε αρχίσει. -Σε λίγη ώρα, είπε ο ηγούμενος στους πατέρες, θα κατεβάσουμε στο ναό τον αδερφό Ιωάννη. Ας παρακαλέσουμε όλοι να τον λυπηθούν ο Θεός και οι άγιοι Αρχάγγελοι ώστε να απαλλαγεί από τα δεσμά του διαβόλου. Πραγματικά, ήρθε ο Γιάννης και κάθισε σε ένα στασίδι σχετικά ήσυχος. Στους Αίνους τον πήγανε να προσκυνήσει την εικόνα των αγίων Αρχαγγέλων . Όταν όμως τον έφεραν πίσω στη θέση του, φαινόταν ανήσυχος και σηκώνονταν να φύγει. Στο δοξαστικό του αρχαγγέλου Μιχαήλ «Όπου επισκιάσει η χάρις σου, Αρχάγγελε, εκείθεν του διαβόλου διώκεται η δύναμις…» ο Γιάννης πετάχτηκε και έφυγε σαν αστραπή. Βγαίνοντας από τη λιτή, όρμησε στον εξώστη που βλέπει στη θάλασσα και έχει ύψος εκατό μέτρα. Οι πατέρες έτρεξαν πίσω του τρέμοντας μην γκρεμιστεί. Ευτυχώς όμως τον πρόλαβαν στη καμάρα, μια θολωτή αψίδα σε μικρή απόσταση από τη λιτή, με τους αγίους Αρχαγγέλους ζωγραφισμένους δεξιά και αριστερά της. Εκεί στάθηκε ακίνητος. -Τι έπαθες Γιάννη; τον ρώτησαν λαχανιασμένοι. -Δεν έπαθα τίποτα. Έγινα καλά! Οι άγιοι Αρχάγγελοι με θεράπευσαν! Και αφού σταυροκοπήθηκε ασπάστηκε ευλαβικά τις εικόνες τους. Σε λίγες μέρες έφυγε από τη μονή υγιής. Αργότερα ο στρατηγός Δούσμανης έστειλε επιστολή με την οποία ευχαριστούσε τους πατέρες για τη θεραπεία του ανιψιού του.