Μερικά χρόνια αργότερα ήμουν σʼ ένα υπαίθριο ταβερνάκι της γειτονιάς μαζί με καμιά δεκαπενταριά παλαβούς του χώρου μας και κουβεντιάζαμε μεγαλόφωνα αυτά τα θέματα. Κάποιος άγνωστος σε μένα έτυχε να περνά, γνώρισε κάποιο φίλο του στη παρέα και, πλησιάζοντας να τον χαιρετήσει τον ρώτησε τι κουβεντιάζαμε τόσο ξαναμμένα. Του είπαμε. «Α…!», είπε αμέσως, κάπως αμήχανα στην αρχή. «Τότε να σας πω και εγώ κάτι που μου έτυχε όταν ήμουν παιδί…» Εξήγησε ότι ήταν δικηγόρος, με γραφείο στην Αθήνα, αλλά μικρός, γύρω στα δεκάξι, έμενε ή έκανε διακοπές στη Πεντέλη. Μια καλοκαιριάτική μέρα, μεσημέρι, είχε μπει στην έκταση της ομώνυμης μονής και έπαιζε αφηρημένα με τα νερά ενός μικρού ρυακιού που υπήρχε εκεί. Κάποια στιγμή ένιωσε έντονα ότι δεν ήταν πια μόνος, ότι κάποιος στεκόταν ήδη από ώρα και τον παρακολουθούσε πάνω από τον ώμο του. Γύρισε απότομα να κοιτάξει πίσω του. Σε απόσταση ενός μέτρου στεκόταν ένα μικρόσωμο πλάσμα που του έδωσε την εντύπωση ότι ήταν παιδί, ακόμη πιο μικρό από τον ίδιο. Και το παιδί αυτό παρακολουθούσε απορροφημένο και μʼ ενδιαφέρον τα παιχνίδια του με τα νερά. Τόσο απορροφημένο μάλιστα, που πέρασαν μερικές στιγμές πριν συνειδητοποιήσει και εκείνο ότι είχε γίνει αντιληπτό. Τίποτε το αφύσικο για ένα παιδί, αν ήταν φυσιολογικό παιδί, αλλά δεν ήταν. «Αν φανταστείτε τον Πάνα όπως τον περιγράφει η μυθολογία μας, θα έχετε την πλήρη εικόνα του», μας είπε ο δικηγόρος. «Κανονικά, με οπλές και κέρατα, με μόνη διαφορά ότι αυτό ήταν κατάμαυρο». Τα μάτια τους συναντήθηκαν για μία στιγμή και το μικρό πλάσμα έδειξε να ξαφνιάζετε τόσο όσο και ο άνθρωπος. Και χάθηκε. «Δεν απομακρύνθηκε κανονικά, ούτε έσβησε», μας εξήγησε ο δικηγόρος. «Φάνηκε να μικραίνει σχεδόν ακαριαία, όπως η εικόνα όταν κλείνεις την τηλεόραση, να γίνεται μια κουκίδα και να χάνεται». Αν και ο ίδιος δεν το ήξερε, αυτή η τελευταία λεπτομέρεια – ο τρόπος της εξαφάνισης – είναι εξαιρετικά σημαντική αν λάβουμε υπόψη ότι υποδηλώνει κίνηση σε «παράξενη γωνία» ή σε άλλη διάσταση αν προτιμάτε…