Και μιαν αυγινή το Ρέθεμνος αναταράχτηκε. Οψές αργά είχεν έρθει από τα Χανιά, ένας αράπαρος ως εκεί πάνω, που θα' κάνε τη πολιτεία κι όλο το νησί, να πει: όξω φτώχεια! Πως θα τα κατάφερνε; Μα είχε το σκέδιο του καταστρωμένο στην εντέλεια. Και για να πετύχει, για να μην κάνει καμμιά φαλτσοστέκα, τον φύλαγαν χωροφύλακες και τ' ακολουθούσε κι ο έφορας για τις αρχαιότητες της Κρήτης, που τον ξεσήκωσε ο ίδιος ο υπουργός στα εσωτερικά του νησιού και τον έστειλε μαζί του, σαν κουβέντιασε ώρα με τον αράπη. 0 μαύρος τούτος μουσουλμάνος, κατάγουνταν από τα βάθη της Ασίας κι' ήταν σούμπασης - λοχίας στην Κρήτη τον καιρό της Τουρκιάς. Τον είχαν στείλει τότες, κάτω στο Καϊναρτζί - σύνορο Μυλοποτάμου και Ρεθέμνου - με τους νιζάμηδες του για να φυλάει, λέει την τάξη που οι γκιουνάνηδες δεν ήθελαν με κανένα τρόπο να την αφήσουν ήσυχη. Καλή του ώρα του Μπεκήρ αγά. Φύλαγε μην ανοίξει μύτη, μα κατά πως ήξερε. Ξαλάφρωνε τους κούμους από τα πουλερικά, ποτές δεν άφηνε τα δυο πρόβατα να πηγαίνουν ομάδι. έκοβε τα καλύτερα φρούτα κι έκανε παιδομή των χριστιανών τέτοια, που δεν την θυμούνταν σ' όλα τα χρόνια της σκλαβιάς. Εφύλαγε λοιπόν τη τάξη όπως είπαμε κι' έτρωε κι' έπινε σε βάρος τω ρωμιών κ' ύστερα, διπλοκλειδόνουνταν στο κούλε του για να' χει ήσυχο το κεφάλι του. Τούτος πάλι ο κούλες ήταν ένας στρογγυλός πύργος, όχι και ψηλός με τουφεκήθρες. Μέσα σε τούτον κλείνονταν οι τούρκοι σα σήκωναν οι γκιουνάνηδες μπαόράκι, 'ώσπου να τους έρθει βοήθεια, γιατί αν έμπαιναν μέσα οι επαναστάτες, θα πλέρωναν άσκημα οι αγάδες, όσα τους έκαναν τον καιρό της ... ησυχίας! Τούτη την εποχή, ο Μπεκήρ αγάς έμαθε το ότι ήξερε. Βγαλμένος σε περιπολία με το μικρό ασκέρι του προχώρησε μοναχός του παραπέρα γι' ανάγκη του. Μα ο Σατανάς είχε πολλά πόδια κι' όπως γύρευε απάνεμη για να χει την ησυχία την ώρα τούτη, να σου ένα αρνί του γαλάτου. που φοβισμένο από τα ζάλα του πήδηξε για να φύγει. 0 σούμπασης ξέχασε το τ' ήθελε να κάμει, άνοιξε τα μάτια του σάλταρε κοντά του και το κυνήγησε. Μεζέ τέτοιο ποτέ δεν τον άφηνε να του γλυτώσει. Μ' αποσβολώθηκε! Τ' αρνί όπως έτρεχε κι αυτός το κυνηγούσε, χάθηκε από ομπρός του. Για καλό του ο τούρκος δεν πίστευε στα στοιχειά και σαν του πέρασε το ξαφνικό, κοίταζε να δει που κρύφτηκεν ο μεζές. Και δεν άργησε να το μάθει. Το ζω είχε πέσει σε μια μικρή τρύπα, π' άνοιγε το στόμα της δυο ζαλά παρά κάτω. «Καλά σ' έχω, είπε ο σούμπασης. Από δω μέσα δε φεύγεις, αν έχεις και το Θεό μπάρμπα!». Και δώστου ο Μπεκήρ αγάς μια, και περνά μέσα από την τρύπα, σαν της έδωσε μερικές με τον υποκόπανο του ντουφεκιού του κι άνοιξε περισσότερο. Μα ότι είδε τον έκανε να τα χάσει. Ολόκληρος θησαυρός ξάπλωνε μπρος του. Χρυσά αγάλματα, τέμπλα, πλουμιά, χιλιώ λογιώ στολίδια, μαλαματικά, είχε τούτη η γαλαρία, που ένας Θεός γνώριζε πως βρέθηκε στα κατάβαθα της γης και πως ίσαμε σήμερο δεν την είχαν πάρει χαμπάρι άλλοι άνθρωποι. Ξέχασε ο αράπης και τ' αρνί και το καλό του. Και για να μην τον αναζητήξουν οι νιζάμηδες κι έρθουν ως εκεί, βγήκε πάνω στο λεπτό, τράβηξε μια μεγάλη πέτρα, έκλεισε τη μπούκα του θησαυρού κι εγύρισε πίσω τρέχοντας. Μόνο που με γληγοράδα σημάδεψε τον τόπο και μερικά δέντρα - δυο ελιές και δυο χαρουπιές - με βαθύ ζωνάρι στο κορμό τους με το μαχαίρι του, για να τον βρίσκει εύκολα. Τούτα όλα ο Μπεκήρ αγάς, τάθαψε στα κατάβαθα του μυαλού του κι εγύρευε την ώρα που θα μπορούσε να τα φανερώσει και να πλουτίσει κι ο ίδιος κι όποιος τον βοηθούσε. Μα τα πράματα ήρθαν ζερβά. Μια διαταγή τον απομάκρυνε την άλλη μέρα από τον κούλε του κι ύστερα δεν μπόρεσε να ξαναγυρίσει γιατί οι μεγάλες δυνάμεις απόβγαλαν τον τούρκο από την Κρήτη με τη μπαγιονέτα κι ο σούμπασης μπάρκαρε με βία στα βαπόρια που πήραν το στρατό για την Πόλη. Ο μυαλός του όμως δώστου κι έκανε σχέδια. Να χάσει τέτοιο θησαυρό; Οϊ μα τον προφήτη! Και σαν ησύχασαν τα πράματα κι ήρθεν ο πρίγκιπας ο Γιώργιος στο νησί, παραιτήθηκε από το στρατό κι εκατέβηκε στα Χανιά μ' ένα βαπόρι του Κουρτζή, που' κάνε δρομολόγιο Σμύρνης -Κρήτης. Την ίδια ώρα, πήγε στο μεγάλο χότζα και του ζήτησε να τον πάει στον πρίγκιπα το Γιώργιο που ήταν ηγεμόνας του νησιού. Ο χότζας, ένας μελαψός τουρκοκρητικός, ομορφάνθρωπος, τον κοίταξε σαστισμένος. — Ετρελάθηκες μπρε αράπη; - τον ρώτησε. — Οϊ μα τον προφήτη χότζα μου, τετρακόσια τα χω. Μα είναι μεγάλη ανάγκη να δω τον πρέντζη. — Κ' ίντα θαρρείς μωρέ θεοσκοτωμένε πως είναι ο πρέντζης; Κοπέλι δικός σου για δικό μου να μπαινοβγαίνομε στο κονάκι του. Μα ο αράπης δεν το βάνε κάτω. — Πήγαινε με χότζα μου και θα γενείς ο πρώτος του φίλος. 0 χότζας θύμωσε στα καλά. Έβγαλε την αγριοφωνάρατου: — Εδά παίρνω όρκο στο κοράνι, με τα δυο μου χέρια, πως εμπουντάλιασες!... Σου' πα μου'πες. ο χότζας πες για να ξεμπλέξει, πες για να τα' χει καλά με το κουβέρνο - σαν ο αράπης έμνωγε και ξαναμνωγε πως απ ότι θα πει στον πρίγκιπα θα δει κι ο ίδιος μεγάλο καλό -τον πάει στο Βενιζέλο, που τούτη την εποχή ήταν υπουργός της Δικαιοσύνης. Σε τούτον ξομολογήθηκε ο αράπης, παρουσία του χότζα, το μυστικό του. 0 μεγάλος άνθρωπος μια κοίταζε τον ανατολίτη, μια τον τουρκοκρητικό και το γελάκι του τρεμόπαιζε στα χείλη του. Έτοιμος ήταν να ταφήσει να ξεχυθεί, να γεμίσει τον αέρα. Μα πάλι, θες και νάταν αλήθεια; Σ' έναν τέτοιον τόπο, που πέρασαν μιλιέτια πολλά, που η Κνωσό κάθε μέρα, τον καιρό εκείνο, έβγαινε στο φως της ημέρας κι όλη η ανθρωπότητα είχε νταλωθεί από το μεγαλείο που ξεσκεπάζουνταν κι η Φαιστό προς το Λυβικό πέλαγο, έκανε τον κόσμο να θαμάζει τέχνη και δύναμη στο κτίσιμο, μπορεί νάταν κι αλήθεια. Μπορεί πάνω από το Σταυρωμένο, π' όριζε ο αράπης τον τόπο του θησαυρού, νάταν κάποια πολιτεία άλλη θαμμένη. Το Άγριο το παλιό, το τοποθετούσαν σε τούτο το γιαλό. Την Ελεύθερνα παραμέσα. Δε γέλασε λοιπόν ο Βενιζέλος. Μόνο είπε του χότζα να πάρει τον αράπη και να πάνε στου Ξανθουδίδη, που ήταν έφορος στις αρχαιότητες της Κρήτης. Και σαν συναντήθηκαν κι ο αρχαιολόγος συνεννοήθηκε με τον υπουργό στα εσωτερικά, που το ζήτημα ήταν της αρμοδιότητας του, πήρε το σούμπαση και πήγε στο Ρέθεμνος. Να ξετάξει, να δει και να πει τη γνώμη του στην Κυβέρνηση. Μα κρατιούνται μυστικά τέτοια πράματα; μπορεί να φτάσει σε μια πολιτεία σαν τούτη, ο Ξανθουδίδης — που μιλούσαν για τούτον όλοι οι σοφοί του κόσμου - κι ένας αράπαρος ξενομπάτης και να μη ξετάσουν οι Ρεθεμνιώτες τι γύρευαν; Από κοντά λοιπόν τον τούρκο το ίδιο βράδυ. Φιλόξενοι όπως είναι, φίλεψαν μεζέ ζεστό, ρουμπίνι κρασί κι ο παλιός σούμπασης ίσαμε να στείλει ο Ξανθουδίδης να τον αναμαζώξει, είπε μέσες -άκρες το μυστικό του. Είχε κάμει και την επίσημη δήλωση του στα Χανιά και το μερτικό του τόχε εξασφαλισμένο κι έτσι δεν φυλάγουνταν σαν πρώτα. Είδες ποτέ σου, φίλε που με διαβάζεις, ποταμό να ξεχειλίζει, να πηδά το νερό του φρουλαντισμένο όξω από τη κοίτη του, να πιάνει τα διπλανά χωράφια και να πλημμυρίζει τον κάμπο; Τούτο δεν είναι τίποτα μ' ότι γίνηκε την άλλη μέρα στο ρεθεμνιώτικο Τοπαλτί, να πιάσει τα Περιβόλια και τον Πλάτανε πέρα ως τον Σταυρωμένο κι από κει τ ανηφόρισμα ως τη Χαρουπέ να πάει στον Καϊναρτζί. (Επισκοπή νοματίζουν τώρα τον καινούριο συνοικισμό που' γίνε στην δημοσιά που περνά όξω από το παλιό μετόχι). Δεκαπέντε μίλια δρόμος απάνω – κάτω, γέμισεν από κόσμο, άφησε τα διπλανά χωράφια, που μαύρισαν από χωριάτες. Τούτοι όλοι άφηναν τα χτήματα τους και τις δουλειές τους και κατέβαιναν στη Βασιλική στράτα βιαστικοί, να ρωτήσουν: γιάντα τούτο το ξεσήκωμα ειρήνης καιρό; Κι οι χωραίτες π' ακολουθούσαν μέσα στη καλοκαιριάτικη ζέστη τη συνοδεία - το Ξανθουδίδη και τον αράπη, το Ξηρά το μονόχερα εισαγγελέα και το γραμματικό του, το μοίραρχο και τους χωροφύλακες του - ξιστορούσαν στους χωρικούς το τι στάθηκε. Και τούτοι έκαναν το σταυρό τους με καταφάνερη συγκίνηση κι έπαιρναν μέρος στο ξεφάντωμα - καλή ώρα σαν το 66 για το 67 που τ' άφηναν όλα σύξυλα για να πολεμήσουν τους αλλόθρησκους. Όλο τούτο το ανθρωπομάζεμα, βάδιζε με χαρά, με τραγούδια, με φιλιά στον Κάιναρτζί. (ποιο ήταν πάλι τούτο το χωριό, λιγοστοί το κάτεχαν κι όμως τούτο το χωριουδάκι τ’ άγνωστο, θα τους έκανεν όλους να πούνε: Όξω φτώχεια!) — Ομπρός λοιπόν μωρές παιδιά, να δούμε και τον Κάιναρτζί, το παλιό τουρκικό μετόχι, που -όπως έλεγαν όσοι ήξεραν πολλά -τον καιρό της τουρκιάς, μηδέ πουλί πετάμενο νάταν ο χριστιανός δεν αποφάσιζε να περάσει μήτ' απ' όξω γιατί οι τούρκοι που το κατοικούσαν Θε μου φύλαγε! Δεν έφευγες ζωντανός από τα χέρια τους δράκου ρίζα νάχες!... Έφταξαν λοιπόν ύστερα από δυο ώρες οι καβαλάρηδες. Κι από πίσω χιλιάδες πεζοί και μαζί κουλοορτζήδες, γλυκατζήδες, νερουλάδες, όλος τούτος ο σινσιλές που δε λείπει ποτέ από τέτοια πανηγύρια κι είναι ο μόνος κερδισμένος. Ο Μπεκήρ αγάς, ψηλός, ξεραγκιανός, με μάτια μεγάλα, στάθηκε στο ψήλωμα που είναι πριν από το μετόχι κι εκοίταξε γύρα. Κι έλεγες ως τον έβλεπες, πως θα' δείχνε την ίδια ώρα την τρύπα. Μα ως ανάβλεψε δεξά – ζερβά, πίσω - μπρος, αμέσως ο κόσμος κατάλαβε πως μια στενοχώρια τον περιχούσε. Δεν είχε την προτερινή όρεξη, τη πίστη πως πήγαινε να σηκώσει τη πέτρα και να μπει στη γαλαρία. Και με μιας κρύος ιδρός τον έκοψε. Όχι δε γνώριζε πια τον τόπο. Εξ -εφτά χρόνια που πέρασαν, ο πόλεμος πούγινε κι εχάλασε σπίτια κι εκόπηκαν δέντρα κι έγινε μεγάλη αναστάτωση και στ' άψυχα. Όλα τούτα τον έκανα ν' αναθιβάλει, να μην είναι βέβαιος σαν πρώτα: — Αλλιώτικα ήταν μπέη εφέντη στον καιρό μου γύρισε κι είπε του Ξανθουδίδη. — Μα δε θυμάσαι που έπεφτεν η τρύπα; Κοίταξε πάλι ένα γύρο, σκέφτηκε, προσπαθούσε να θυμηθεί, ο ίδρος πετάχτηκε σαν χάντρες στο μαύρο χούτζλο του μα του κάκου! Όχι! Δεν μπορούσε να βρει' κείνο που ήθελε: Τον κούλε και δεξιά από τούτο τα σημαδεμένα δέντρα. Του δειξαν τον τόπο που ήταν ο πύργος, γιατί σαν κάηκε στον πόλεμο, ξεκαθαρίστηκε, στρώθηκε και γίνηκε χωράφι που πρασίνιζε τώρα από το σπαρμένο σιτάρι. Πήγε ως εκεί κάτω, στάθηκε, ξέτασε, πήρε δεξά όπου λόγιαζε πως θα ήταν η γαλαρία. Ο αρχαιολόγος, ο εισαγγελέας, ο μοίραρχος, όλος ο λαός κοντά του, κρεμουνταν από τα χείλη του, καλύτερα πες από τα μάτια του, που όπως τάπαιζε, ύστερα από την ξέταση πούκανε, θα φωτίζουνταν χαρωπά, σημάδι πως βρήκε την τρύπα. Μα του κάκου! 0 αράπης ήταν να τον λυπάσαι. Δεν μπορούσε να θυμηθεί ο κακομοίρης που είδε τη γαλαρία και μέσα της το θησαυρό! Άψε- σβήσε γίνηκαν τα πράματα, όπως σηκώθηκε η επανάσταση και τότες έφυγε την ίδια νύχτα για το μεγάλο Κάστρο. Έτσι δε θα τυπώθηκε στο μυαλό του η τοποθεσία!... Κρίμας στον κόπο του και στο γιαλό πούσκισε, ίσαμε νάρθει επαδά που στέκουνταν. Κρίμας! Κι ο λαός, ο ρεθεμνιώτης λαός, που' χε πιστέψει σε τούτο τον ανεμακάφκαλο, που φώναζε ως προλίγου: όξω φτώχια, το φυσούσε και δεν κρύωνε. Δεν του' λείπε παρά ο κέρινος σταυρός στο στόμα, που βάνουν στους πεθαμένους. Όλο τ αναντράνισμα του, η χαρά του, η ελπίδα, ποιος θάβλεπε πάλι άσπρες μέρες, ύστερα από τα παλιά μεγάλα εμπόρια και τις δόξες -ήταν νερό στο κόσκινο. Κρίμας στα ζάλα πούκαμε και τούτος, να παραιτήσει τις δουλειές του και να βγει στο βουνό να ζητά χρυσάφι!!... Μα καλά ο λαός. Μα οι γραμματισμένοι που ξεκίνησαν από το Ρέθεμνος κι έφτασαν στο Κάίναρτζί; Κρίμας στο μυαλό τους τω μωροπίστευτω. Να πάρουν τ' ανάπλαγα και ν' ακλουθούν, μέσα στου ήλιου το λιοπύρι, τούτον τον μπουνταλά, το σέίτάνη!... Ποιος τόξερε, αν δεν τον έβαλαν εξεπιτούτου οι άλλοι Τούρκοι να στέσει τούτη τη μηχανή. Κ' ίντα ξεγιβέντισμα θάταν ν' αποθένουν από τα γέλια στους καφενέδες, την ώρα που μαζώνουνταν το ναμάζι και χασκογελούν με τον παραμυθά τους, που στορίζει τη μπουνταλέ -την τρέλα που λέμε μείς -και τα παθήματα τω ρωμιώ!... — Μα πάλι μωρέ παιδιά, για σταθείτε να δούμε — είπε ο μοίραρχος σε μερικούς που του ξεμυστηρεύτηκαν την υποψία τους. — Φοβήθηκεν ο άνθρωπος μη γενεί μεγάλο κακό, καλά του καθουμένου, αν πίστευεν ο λαός σε τούτο. Και για καλό και για κακό, είπε το παραμύθι του Ξανθουδίδη και του εισαγγελέα και πήραν τον αράπη να πάνε στο μετόχι, για να φαν τάχατες και να κοιμηθούν. Ως αύριο, μπορεί ο τούρκος νάβρισκε την τρύπα. Τούτη η είδηση, έπεσε σαν παγωμένο νερό στη ραχοκοκαλιά του κόσμου. — Αντέστε μωρέ να φύγουμε, φώναξαν μερικοί, μη σκοτιδιάσει κι απομείνουμε στο δρόμο. Κι οι πολλοί πήραν το μπρος - πίσω κι έφταναν στο Ρέθεμνος και σκόρπισαν το θλιβερό μαντάτο στους αναποδέλοιπους. Του κάκου πήγαν μια βδομάδα όλες οι ανασκαφές πούγιναν, γιατί ο Μπεκήρ αγάς επέμενε πως ο θησαυρός ύπαρχε κι έδειχνε πότες εδώ και πότες εκεί, πως θάβρισκαν τη γαλαρία. Μα γελιούνταν ο άμοιρος τακτικά. Μήτε τρύπα βρέθηκε, μήτε το καλό της. Κι ο τσαούσης σαν κάθισε κάμποσο καιρό στην πολιτεία κι έμπλεξε με μερικούς, που η ελπίδα για το χρυσάφι δεν τους άφηνε κι έτρωε κι έπινε σε βάρος τους, δυστύχησε στο τέλος - σαν και τούτοι απελπίστηκαν και τον παραίτησαν έρημο και κακομοίρη - κι έδωσε των αματιών του. Έφυγε κι εχάθηκε!... Πηγή: Μίνως Κ. Ανδρουλιδάκης, Ιστορίες από την Κρήτη (Αθήνα 1944).