Η Παναγία, όποτε έχουμε ανάγκη, απαντά αμέσως στην προσευχή μας· όποτε δεν έχουμε, μας αφήνει, για να αποκτήσουμε λίγη παλληκαριά. Όταν ήμουν στη Μονή Φιλοθέου (1955-1958), μια φορά αμέσως μετά την αγρυπνία της Παναγίας, με έστειλε ένας Προϊστάμενος να πάω ένα γράμμα στη Μονή Ιβήρων. Ύστερα έπρεπε να πάω κάτω στον αρσανά της μονής και να περιμένω ένα γεροντάκι που θα ερχόταν με το καραβάκι, για να το συνοδεύσω στο μοναστήρι μας – απόσταση μιάμιση ώρα με τα πόδια. Ήμουν από νηστεία και από αγρυπνία. Τότε τη νηστεία του Δεκαπενταυγούστου τη χώριζα στα δύο· μέχρι της Μεταμορφώσεως δεν έτρωγα τίποτε, την ημέρα της Μεταμορφώσεως έτρωγα, και μετά μέχρι της Παναγίας πάλι δεν έτρωγα τίποτε. Έφυγα λοιπόν αμέσως μετά την αγρυπνία και ούτε σκέφτηκα να πάρω μαζί μου λίγο παξιμάδι. Έφτασα στη Μονή Ιβήρων, έδωσα το γράμμα και κατέβηκα στον αρσανά, για να περιμένω το καραβάκι. Θα ερχόταν κατά τις τέσσερις το απόγευμα, αλλά αργούσε να έρθει. Άρχισα εν τω μεταξύ να ζαλίζομαι. Πιο πέρα είχε μια στοίβα από κορμούς δένδρων, σαν τηλεγραφόξυλα, και είπα με τον λογισμό μου: «Ας πάω να καθίσω εκεί που είναι λίγο απόμερα, για να μη με δει κανείς και αρχίσει να με ρωτάει τι έπαθα». Όταν κάθισα, μου πέρασε ο λογισμός να κάνω κομποσχοίνι στην Παναγία να μου οικονομήσει κάτι. Αλλά αμέσως αντέδρασα στον λογισμό και είπα: «Ταλαίπωρε, για τέτοια τιποτένια πράγματα θα ενοχλείς την Παναγία;». Τότε βλέπω μπροστά μου έναν Μοναχό. Κρατούσε ένα στρογγυλό ψωμί, δύο σύκα και ένα μεγάλο τσαμπί σταφύλι. «Πάρε αυτά, μου είπε, εις δόξαν της Κυρίας Θεοτόκου», και χάθηκε. Ε, τότε διαλύθηκα· με έπιασαν τα κλάματα, ούτε ήθελα να φάω πια… Πα, πα! Τι Μάνα είναι Αυτή! Να φροντίζει και για τις μικρότερες λεπτομέρειες! Ξέρεις τι θα πει αυτό!