Εκεί που βρίσκεται σήμερα το χωριό Άγιος Μύρωνας, ήταν χτισμένη μια από τις πιο πλούσιες πόλεις της αρχαίας Κρήτης, η Ραύκος. Οι κάτοικοί της θα ήταν ιδιαίτερα ευτυχείς, αν δεν υπήρχε ο δράκος. Ένα φοβερό θεριό που ανεβοκατέβαινε κάθε μέρα στην πόλη τους κι έτρωγε ανθρώπους και ζώα. Ύστερα έφευγε, για να ξαναγυρίσει την άλλη μέρα και να ξανακάνει τα ίδια. Φόβος και τρόμος έπιανε τους κατοίκους της Ραύκου στον ερχομό του δράκου και τα μοιρολόγια έσκιζαν τον αέρα όταν έφευγε. Κανείς δεν μπορούσε να τα βάλει μαζί του. Κι όσοι προσπάθησαν, νικήθηκαν. Έτσι οι υπόλοιποι αποθαρρύνθηκαν, αφήνοντας τους εαυτούς τους και το χωριό τους στη μοίρα του. Καρτερούσαν μοιρολατρικά τη μέρα που ο δράκος θα διάλεγε αυτούς για την τροφή του. Εκείνο τον καιρό, επίσκοπος στη Ραύκο ήταν ο Μύρωνας. Δεν ήταν ακόμα Άγιος, μα αγαπούσε το Θεό υπηρετώντας τους ανθρώπους. Έτσι όλοι τον σέβονταν και τον τιμούσαν. Μια Κυριακή, την ώρα της λειτουργίας, ακούστηκε το μουγκρητό του Θεριού και πάγωσε το αίμα των κατοίκων. Μερικοί έτρεξαν να φύγουν μακριά, άλλοι κλειδώθηκαν στα σπίτια τους και κάποιοι άλλοι έμειναν στην εκκλησία παρακαλώντας το Θεό να τους βοηθήσει. Ο επίσκοπος τους έδωσε τότε την επισκοπική ράβδο και τους είπε να χτυπήσουν μ' αυτή το Θεριό ίσαμε να τελειώσει τη λειτουργία, οπότε θα πήγαινε ο ίδιος. Έτσι κι έγινε. Με την "πατερίτσα" χτύπησαν το Θεριό που αμέσως πετρώθηκε. Άμα τέλειωσε η λειτουργία, ο Μύρωνας πήγε εκεί που είχε "απολιθωθεί" το Θεριό, έριξε μια πέτρα και στη στιγμή αμέτρητες πέτρες μαζεύτηκαν πάνω του και το σκέπασαν. Έτσι σχηματίστηκε ένας μεγάλος σωρός σαν λόφος από πέτρες, που και σήμερα λέγεται "Δράκος" ή στου "Δράκου το χαράκι". ΣΤΙΓΜΕΣ, το Κρητικό περιοδικό