Όταν πέθανε η μια γιαγιά μου μετά από κάποιες μέρες, την είδα στον ύπνο μου. Ήταν με κάποια φίλη της σε ένα σπίτι, ήθελε να μου πει ότι είναι καλά. Μιλήσαμε για λίγο. Ήταν νέα, δεν την είχα δει ποτέ νέα.
Με τη φίλη της, όπως τις είχα δει στον ύπνο μου, την είδα μετά από καιρό στο σπίτι της σε φωτογραφία.
Τη φίλη της την έβλεπα για πρώτη φορά, στη φωτογραφία. Αφού την είδα στο όνειρο.

Όταν πέθανε και ο παππούς μου, τους είδα σε όνειρο μαζί να πακετάρουν πράγματα στο αυτοκίνητο του παππού μου να φύγουνε.
Τον περίμενε να φύγουν μαζί, δεν είχε φύγει.
Ο παππούς μου πήγε να μου δώσει κάτι από το πόρτ μπαγκάζ, και η γιαγιά μου γύρισε και του είπε να μη μου το δώσει, γιατί δεν κάνει να δίνουμε πράματα στους ζωντανούς.

Δεν είχα ιδέα για τι πράγμα μιλούσε. Αργότερα ψάχνοντας έμαθα αυτό που είπες.
Ότι δεν παίρνεις από νεκρό, γιατί είναι σημάδι ότι θα φύγεις και συ.

Βέβαια, τα πιο πολλά όνειρα που θα μπορούσα να σου περιγράψω, δεν είναι ιδιαίτερα ευχάριστα. Ή στην καλύτερη περίεργα.

Όταν ήμουν πολύ μικρός είχα δει μια εκκλησία. Έφυγα, κατέβηκα έναν δρόμο και βγήκα σε ένα λιμάνι. Μέσα στο νερό, ήταν άγγελοι, και κουβαλούσαν κάτι κιβώτια. Ήταν πολύ περίεργο και ζωντανό όνειρο.

Κάποια στιγμή, ενώ ήμασταν στο δρόμο τα παιδιά(τότε βγαίναμε κάθε μέρα, ωραίες εποχές, αλίμονο στα σημερινά παιδιά και αυτά που -δεν- θα ζήσουν) , λέγαμε τρομαχτικές ιστορίες. Μια από τις κοπέλες στην παρέα, είπε την ιστορία που είχα δει στον ύπνο μου, ότι και καλά την είχε ζήσει ένας φίλος της. Με είχε πιάσει νευρικό γέλιο και με ρώταγαν γιατί γελάω, αλλά δεν τους είπα. Ήταν λες και την ιστορία την έλεγα εγώ.Ήξερα τι θα πει, πριν το πει.