Ποιος δεν έχει ακούσει ιστορίες για νεράιδες που κλέβουν μιλιές, ξωτικά που κάνουν αταξίες και στοιχειά που μοναδικό σκοπό τους έχουν να τρομοκρατούν τους δύσπιστους ανθρώπους; Για τους λάτρεις της φαντασίας και των μύθων της επαρχίας, τέτοιες αφηγήσεις είναι θησαυρός. Από την έρευνά μου λοιπόν, δε θα μπορούσε να λείπει μια τέτοια ιστορία.

Ακολουθεί ένας θρύλος που εκτυλίσσεται κατά την διάρκεια του Εμφύλιου πολέμου, στην δεκαετία του 1940. Ο τόπος προέλευσης είναι το χωριό Καταφύλλι του Νομού Καρδίτσας, ενώ ο πρωταγωνιστής άκουγε στο όνομα Πάνος.

Σύμφωνα λοιπόν με τον θρύλο, ο κύριος Πάνος είχε συνεννοηθεί με κάποιον άλλο να συναντηθούν στην κωμόπολη για να μεταφέρουν τρόφιμα στο χωριό. Ο πρωταγωνιστής μας, λοιπόν, λούστηκε μετά το μεσημέρι και έπειτα έφυγε. Η παράδοση, όμως, έλεγε ότι οι άνθρωποι δεν έπρεπε να λούζονται μετά το μεσημέρι γιατί αλλιώς θα συνέβαινε κάτι κακό. Αυτό το στοιχείο προοικονομεί και την περιπέτεια στην οποία θα μπει ο άνθρωπός μας, στην συνέχεια της ιστορίας.

Ξεκίνησε, λοιπόν, περνώντας από το Καταφύλλι για να φτάσει στο απέναντι χωριό. Πέρασε από ένα ρέμα, το οποίο φημίζονταν ότι το επισκέπτονταν ξωτικά.

Όταν μπήκε για τα καλά στην εν λόγω ρεματιά, μπροστά στα έκπληκτα μάτια του, είδε διάφορα τραπέζια στρωμένα κάτω, όπου ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος που  έτρωγε και χόρευε. Μα μέσα στο χαρούμενο κλίμα της γιορτής, είχε την ατυχία να δει και το αποτρόπαιο θέαμα κάποιων δικών του ανθρώπων, οι οποίοι έμοιαζαν νεκροί.


«Το ρέμα φημίζονταν ότι το επισκέπτονταν ξωτικά…»

Προσπαθούσε να ξεφύγει, όμως κάθε φορά που γύρναγε τους έβλεπε μπροστά του. Τελικά προσπάθησε να τους σπρώξει, αλλά τα ξωτικά, όπως θα διηγιόταν αργότερα, τον έπιασαν και τον σήκωσαν στον αέρα. Τον πήρανε μαζί τους και χάθηκε για κάμποσες μέρες. Οι χωριανοί του, εντωμεταξύ, τον ψάχνανε γιατί είχαν ανησυχήσει από την μυστηριώδη απουσία του.

Ένα βράδυ βρέθηκε σε μία καλύβα στο βουνό, όπου έμενε ένας χωριανός. Του ζήτησε λίγο φαγητό και καπνό για να φτιάξει τσιγάρο. Αφού εκείνος τον φίλεψε, πήρε ένα περίστροφο που είχε εκεί και το περιεργαζότανε. Ο κύριος Πάνος φοβήθηκε, καθώς αυτό ήταν γεμάτο. Τελικά, επηρεασμένος από τα φρικαλέα οράματα που είχε δει, το πήρε και έφυγε.

Μετά, την επόμενη μέρα, τον είδαν πάνω στο βουνό. Μα μέχρι να πάνε κοντά, αυτός εξαφανίστηκε. Τότε άκουσαν τα έλατα να τρίζουν. Οι κάτοικοι πίστεψαν ότι ο θόρυβος αυτός προερχόταν από τα ξωτικά. Το περίεργο τρίξιμο επαναλαμβανόταν, και κάθε φορά που πλησίαζαν εκείνος πέταγε και έφτανε σε άλλο βουναλάκι.

Κάποια στιγμή τον στριμώξανε και κατάφεραν να τον πιάσουν. Αυτός όμως ήταν αρκετά δυνατός και δεν μπορούσαν να τον αιχμαλωτίσουν. Οι χωριανοί έλεγαν ότι η δύναμή του οφειλόταν στους δαίμονες και ότι εκείνοι τον βοηθούσαν να ξεφύγει. Κάποτε, κατάφεραν να τον στριμώξουν ξανά και να τον δέσουν με μία τριχιά, και τότε τον κατέβασαν δεμένο στο χωριό. Άρχισαν να κάνουν δεήσεις στην εκκλησία και εξορκισμό για να διώξουν τα στοιχειά. Τον είδε έπειτα και ένας γιατρός, του έδωσε κάποια φάρμακα και τότε του πέρασε η κρίση και συνήλθε.

Από τότε, ο ίδιος έλεγε ότι τον σηκώνανε όντως ξωτικά όταν βρισκόταν υπό την επήρειά τους, και ότι έβλεπε γυναίκες όμορφες, νεράιδες που φορούσαν μαντίλια στο κεφάλι. Η παράδοση έλεγε, ότι αν κάποιος κατάφερνε να πάρει το μαντίλι της νεράιδας, τότε θα την είχε για πάντα μαζί του. Αυτός όμως δεν κατάφερε να πάρει ένα μαντίλι και έτσι έχασε τις νεράιδες.

Ο αφηγητής μου, όντας ορθολογιστής, προσπαθούσε να αποδώσει λογικές εξηγήσεις σε όλες τις πτυχές της ιστορίας, όπως ότι τα ξωτικά που νόμισε πως είδε ο κύριος Πάνος ήταν απλώς παραισθήσεις.

Προσωπικά, θα κρατήσω την άποψή μου για τον εαυτό μου. Παρέθεσα απλώς την αφήγηση ατόφια, αφήνοντας σε εσάς την ελευθερία να κρίνετε και να αποφασίσετε, αν τάσσεστε υπέρ των ορθολογιστικών εξηγήσεων της ιστορίας, ή αν προτιμάτε να κρατήσετε στο πίσω μέρος του μυαλού σας την σκέψη πως ίσως, βαθιά σε κάποια ρεματιά, κάποιο βράδυ, θα συναντήσετε κι εσείς μια ομάδα ζαβολιάρικων ξωτικών που θα σας μπλέξουν σε αλλόκοσμες περιπέτειες.