Από τον Αύγουστο του 1930, περίεργα ομολογουμένως φαινόμενα άρχισαν να συμβαίνουν σ’ ένα σπίτι της Καλλιθέας. Οι πλέον δεισιδαίμονες μιλούσαν για εμφανίσεις φαντασμάτων και για ενέργειες σκοτεινών και σατανικών δυνάμεων.

Αποδείχθηκε, όμως, κατόπιν πολλών ερευνών ότι επρόκειτο περί πανίσχυρων τηλεκινητικών φαινομένων, που τα προκαλούσε ένα 16χρονο αγόρι, ο Μιχαήλ Ανδριανίτης, ορφανός από μητέρα, γιος του ξυλουργού Δημήτρη Ανδριανίτη, ο οποίος είχε, μάλιστα, ένδοξη καταγωγή, καθώς ήταν δισέγγονος του πυρπολητή Πιπίνου.

Ο Μιχαήλ ήταν ένας συμπαθέστατος νεαρός, με μαύρα, ζωηρά και έξυπνα μάτια, ο οποίος, καθώς εισερχόταν στην εφηβική ηλικία, γινόταν από καιρού εις καιρόν ένα είδος ραδιενεργού σώματος, σύμφωνα με τις επιστημονικές εξηγήσεις της εποχής εκείνης. Έτσι, υπό την επίδραση υποσυνείδητων εντυπώσεων, ακτινοβολούσε ενέργεια στο περιβάλλον του, η οποία και προξενούσε όλα εκείνα τα εξόχως αισθητά και περίεργα φαινόμενα στο σπίτι του, κοντά στην Αγία Ελεούσα της Καλλιθέας.

Τα καταπληκτικά αυτά φαινόμενα εμφανίστηκαν για πρώτη φορά ανήμερα του Δεκαπενταύγουστου του 1930, αλλά αρχικά δε δόθηκε μεγάλη σημασία.

Κατ’ αρχάς, παρατηρήθηκαν ανεξήγητα ψαλιδίσματα διαφόρων ενδυμάτων, που ήταν κρεμασμένα σε ποικίλα μέρη του σπιτιού. Βρίσκονταν, δηλαδή, ρούχα κομμένα με ψαλίδι, τα οποία δεν είχε αγγίξει ανθρώπινο χέρι και αυτό συνέβαινε και την ημέρα, αλλά και τη νύχτα, προς μεγάλη έκπληξη των οικείων του σπιτιού.

Αργότερα, όμως, οι καταστροφές αντικειμένων και οι άγριες μετακινήσεις επίπλων έγιναν τόσο σοβαρές και ραγδαίες, ώστε πλέον ανησύχησαν όλοι τους. Οι ζημιές, μάλιστα, ήταν όσο μεγάλες, που οικονομικά έμοιαζε αδύνατον να ανταπεξέλθουν.

Από τα πρώτα ανεξήγητα φαινόμενα υπήρξε το εξής: Μια μέρα, λοιπόν, ξύπνησαν οι ένοικοι του σπιτιού και είδαν όλα τα λουλούδια της αυλής ξεριζωμένα και πεταμένα καταγής. Θεώρησαν, τότε, πως κάποιος κακόβουλος γείτονας ή κάποιο άτακτο παιδί είχε σακατέψει τον καλοφροντισμένο κήπο τους.

Αλλά τα φαινόμενα επανήλθαν δριμύτερα. Φωτιές ξεσπούσαν αναίτια σε διάφορα σημεία του σπιτιού, αυτόματα και ανεξήγητα, σε σημεία δυσπρόσιτα, που δεν μπορούσε να πλησιάσει κάποιος ξένος, ώστε να θεωρηθεί υπαίτιος.

Η πρώτη φωτιά ξέσπασε στο υπόγειο, καταστρέφοντας ένα ψάθινο καλάθι με ρούχα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και σημειώθηκε πυρκαγιά καταμεσής του κρεβατιού της θείας του Μιχαήλ, της Άννας Παρίση. Η πυρκαγιά έσβησε με αρκετές σοβαρές ζημιές στο δωμάτιό της.

Έπειτα, βρέθηκαν καμμένα διάφορα ασπρόρουχα του ιδιοκτήτη, καθώς και ένα λινό τραπεζομάντιλο από χοντρό λινό ύφασμα, το οποίο έφερε 17 μεγάλες τρύπες, συμμετρικά καμένες από φωτιά. Ακολούθησαν διάσπαρτες και άλλες πυρκαγιές, που ξεσπούσαν ταυτόχρονα σε διάφορα απίθανα σημεία του σπιτιού, μέσα σε βαλίτσες, σεντούκια, αποθήκες και ντουλάπες.

Μετά από όλες τις αυτόματες αναφλέξεις, ακολουθούσε χάος και τρόμος στην οικογένεια, που έτρεχε δεξιά και αριστερά να προλάβει το κακό.

Επειδή, όμως, τα φαινόμενα συνεχίστηκαν και εντάθηκαν, οι ένοικοι του σπιτιού άρχισαν να ανησυχούν τόσο, που ζήτησαν επιστημονική βοήθεια, η οποία απέδειξε στη συνέχεια ότι επρόκειτο περί ενός τηλεκινητικού μέντιουμ μεγάλης δύναμης. Και το μέντιουμ αυτό ήταν, φυσικά, ο νεαρός έφηβος, ο Μιχαήλ.

Έτσι, ύστερα από τις αυτόματες πυρκαγιές, άρχισε ένας αδυσώπητος και φρενήρης λιθοβολισμός εναντίον του σπιτιού τους. Στην αρχή, το αυτόματο πετροβόλημα γινόταν εξωτερικώς, εναντίον των τοίχων της οικίας τους. Μα, αργότερα, οι πέτρες εξακοντίζονταν εναντίον των τζαμιών, σπάζοντάς τα όλα, κατά τρόπο μάλιστα εξαιρετικά παράδοξο. Σε κάθε τζάμι παρατηρούνταν μια κυκλική οπή, μεγέθους καρυδιού, η οποία είχε ακτίνες μόνο προς τα κάτω.

Ο συνεχής αυτός λιθοβολισμός, ιδίως κατά τις νυχτερινές ώρες, έκανε τους ενοίκους να ζητήσουν πια την επέμβαση της Αστυνομίας, διότι νόμισαν πως κάποιος είχε στοχοποιήσει το σπιτικό τους, άγνωστο γιατί.

Όλες οι έρευνες της Αστυνομίας έπεσαν στο κενό, έως ότου σημειώθηκε το εξής πρωτοφανές περιστατικό:

Μια νύχτα, η θεία του Μιχαήλ κοιμόταν μαζί του στο ίδιο δωμάτιο, ενώ όλα τα παράθυρα και οι πόρτες ήταν κλειστές. Τότε, γύρω στις 5 τα ξημερώματα, άκουσε έναν βροντερό κρότο στη μέση του πατώματος του χολ, ακριβώς έξω από την κάμαρά τους, σαν να είχε πέσει μια πέτρα.

Ξύπνησε αναστατωμένη και πήγε να δει τι συνέβαινε. Πράγματι, λοιπόν, βρήκε μια μεγάλη πέτρα στη μέση του πατώματος. Τη σήκωσε, την άφησε να πέσει, για να δει αν θα προκαλούσε τον ίδιο θόρυβο, σαν αυτόν που είχε ακούσει προηγουμένως. Και αφού πείστηκε πως ο δυνατός κρότος είχε προέλθει από την ίδια πέτρα, σάστισε και ευθύς πείστηκε πως υπερφυσικά δαιμόνια είχαν καταλάβει το σπιτικό τους.

Ρωτούσε και ξαναρωτούσε τον εαυτό της πώς ήταν δυνατόν να πέσει μια πέτρα μέσα στον εσωτερικό χώρο του σπιτιού, και μάλιστα στο κεντρικό χολ, στο οποίο δεν υπήρχε ούτε ένα παράθυρο, ενώ όλες οι πόρτες ήταν κλειστές.

Έκτοτε, τα φαινόμενα έλαβαν τραγικότερο χαρακτήρα. Τα ποτήρια και τα πιάτα έκαναν έναν λεπτό, ανεπαίσθητο θόρυβο και κατόπιν, ράγιζαν μπροστά στα μάτια τους. Αργότερα, όλα τα σκεύη της κουζίνας άρχισαν να αιωρούνται για λίγο και ύστερα, εκσφενδονίζονταν με μένος πάνω στους τοίχους και στο πάτωμα. Οι γλάστρες αναποδογύριζαν και γίνονταν κομμάτια, ενώ οι πίνακες του σαλονιού ξεκολλούσαν από τις θέσεις τους και περιδιάβαιναν για λίγο, μέχρι να καταλήξουν θρύψαλα στο μωσαϊκό.

Τα φαινόμενα αυτά σημειώνονταν, μάλιστα, και ενώπιον αξιοσέβαστων αυτοπτών μαρτύρων, όπως ήταν ο Αρχιμανδρίτης Ανδρέας Μαντούδης, οι Επίσκοποι Βρεσθένης και Κυθήρων, ο Καθηγητής των Φυσικομαθηματικών Μητρόπουλος, ο Καθηγητής Καλλιάφας, οι δεσποινίδες Γερδένη, οι οποίες διέμεναν σε γειτονικό σπίτι και πολλοί άλλοι.

Τα καταπληκτικά φαινόμενα κορυφώνονταν με τρόπο αγριότερο και απειλητικότερο. Έτσι, μια μέρα, η θεία του Μιχαήλ είδε ένα μεγάλο μεταλλικό μαχαίρι της κουζίνας να ανυψώνεται αργά και να διαγράφει κύκλους στον αέρα, πάνω από το κεφάλι της. Ούρλιαξε από τρόμο και βγήκε τρέχοντας στην αυλή του σπιτιού.

Μια άλλη μέρα, επίσης, είδε το βαρύ τηλεσκόπιο, που είχε ο σύζυγός της μέσα στο σαλόνι, να ανεβαίνει στον αέρα, να διαγράφει μια μικρή καμπύλη τροχιά και να εκσφενδονίζεται με τεράστια, ασύλληπτη ορμή πάνω στα τζάμια της δίφυλλης εσωτερικής πόρτας, τα οποία θρυμματίστηκαν με έναν εκκωφαντικό πάταγο.

Κατόπιν, μια μποτίλια γεμάτη ούζο σηκώθηκε μόνη της, έκανε ένα ημικύκλιο πάνω από τα κεφάλια τους την ώρα που έτρωγαν, σαν να τη βαστούσε ένα αόρατο χέρι και έσπασε στα πόδια της Άννας Παρίση.

Μια άλλη στιγμή, ένα μπουκάλι κρασί, που βρισκόταν πάνω στο γείσο του τζακιού της τραπεζαρίας, πετάχτηκε μόνο του προς τα πάνω με φόρα, αγγίζοντας σχεδόν το ταβάνι και στη συνέχεια, διαλύθηκε στο πάτωμα, βάφοντας κατακόκκινο όλο τον χώρο.

Οι καταστροφές που πραγματοποιήθηκαν από τότε και μετά γενικεύθηκαν και δεν έμεινε τίποτε αλώβητο εκεί μέσα. Ένα σιδερένιο σκαλί της εξωτερικής σκάλας αποκολλήθηκε μοναχό του και εκτοξεύθηκε πολλά μέτρα μακριά. Διακοσμητικά αντικείμενα, όπως αγαλματάκια, βρίσκονταν αποκεφαλισμένα ή διαλυμένα με κάθε ευφάνταστο και σκληρό τρόπο. Τα έπιπλα σύρονταν εδώ κι εκεί, λες και είχαν αποφασίσει να μη μένουν ποτέ στη θέση τους.

Όλο το σπίτι έμοιαζε να βράζει, να κοχλάζει, να φλέγεται. Όλο το σπίτι έμοιαζε ανήσυχο, φιλοπόλεμο, εκδικητικό. Θορυβώδες και απωθητικό. Ανεξέλεγκτο και άτεγκτο. Άκαρδο και αφιλόξενο. Δεν ήταν πλέον σπιτικό. Ήταν ένα πεδίο μάχης. Μα, μιας μάχης εναντίον ποιου; Και γιατί; Και πώς;

Επικρατούσε ξάφνου μια νεκρική σιγή και κατόπιν, εξαπολυόταν το χάος. Πόρτες ανοιγόκλειναν, παράθυρα έτριζαν, ντουλάπες αναποδογύριζαν, κηροπήγια ίπταντο, κατσαρόλες αιωρούνταν, ρούχα καίγονταν, τρόφιμα σάπιζαν και καταστρέφονταν μέσα σε μια στιγμή.

Ταυτοχρόνως, με το ξέσπασμα των φαινομένων, τα ζώα του σπιτιού, όπως και οι άνθρωποι άλλωστε, τρόμαζαν. Οι γάτες έσκουζαν και κλαψούριζαν, ενώ ο μεγάλος σκύλος, που είχε τον ρόλο φύλακα και ήταν συνήθως άγριος, έφευγε τρομαγμένος και κρυβόταν με την ουρά χωμένη ανάμεσα στα σκέλια του.

Επειδή οι ένοικοι του σπιτιού ήταν διαλυμένοι πια από τον τρόμο και εξαντλημένοι από την αϋπνία και τον μόνιμο εκνευρισμό, αποτάθηκαν στην Εκκλησία, η οποία πραγματοποίησε τους σχετικούς αγιασμούς και εξορκισμούς.

Όμως, προκλήθηκε το ενδιαφέρον και η περιέργεια πολλών επιστημόνων, έως ότου τα γεγονότα περιήλθαν σε γνώση της Εταιρείας Ψυχικών Ερευνών. Ο Πρόεδρός της, ο Άγγελος Τανάγρας, επισκέφτηκε επανειλημμένα το σπίτι και αποφάνθηκε ότι τα πάντα προκαλούνταν από το ισχυρό τηλεκινητικό μέντιουμ, τον 16χρονο Μιχάλη.

Ήταν ένα παιδί, κατά τους ισχυρισμούς του Άγγελου Τανάγρα, βεβαρυμένο κληρονομικώς, διότι η μητέρα του είχε πεθάνει νευρασθενής και εκείνος, με την είσοδό του στη δύσκολη ηλικία της εφηβείας, προξενούσε, άθελά του και εντελώς ασυνείδητα, όλα αυτά τα εξόχως δυνατά τηλεκινητικά φαινόμενα.