Η Άννα Ι. Σκούρτη από την Καλαμάτα είχε αποστείλει την παρακάτω επιστολή:

“Πριν από αρκετά χρόνια, είχα προσκληθεί στη Θήβα από κάποια φίλη μου. Αποφάσισα να την επισκεφτώ τελικά, για να περάσω μερικές ευχάριστες και ανέμελες μέρες στην εξοχή.

Μια νύχτα, όμως, τη στιγμή που είχα ξαπλώσει για να κοιμηθώ, άκουσα έξω στον διάδρομο έναν αλλόκοτο θόρυβο και μακρόσυρτα σφυρίγματα. Παραξενεύτηκα και μισοσηκώθηκα από το κρεβάτι μου, όταν έξαφνα είδα την πόρτα να ανοίγει μόνη της και να παρουσιάζεται ένας σωρός από λίρες, που κυλούσαν μόνες τους!

Πίσω τους ερχόταν ένας μαύρος άντρας που κρατούσε ραβδί και σφύριζε δαιμονισμένα, σαν να σαλαγούσε πρόβατα. Πάγωσα από τον τρόμο μου. Ο μαύρος άντρας και τα χρυσά νομίσματα πέρασαν από το ανοιχτό παράθυρο και χάθηκαν στο σκοτάδι της νύχτας.

Το πρωί, όταν τα διηγήθηκα όλα αυτά στη μητέρα της φίλης μου που με φιλοξενούσε, μου είπε πως έπρεπε να μη φοβηθώ και να ρίξω ένα σεντόνι πάνω στις χρυσές λίρες.

Υπήρχε, άραγε, ελπίδα με αυτόν τον τρόπο να μείνουν οι λίρες στην κατοχή μου; Αγνοώ. Πάντως, δεν είχα καθόλου θάρρος να προβώ σε έναν τέτοιο ηρωισμό και την επόμενη κιόλας μέρα, άφησα και τη φίλη μου και την εξοχή και έφυγα άρον-άρον για την πατρίδα μου”.