Ολόκληρη η συνοικία του Κολωνού, στην Αθήνα, εξακολουθούσε να είναι ανάστατη από εξόχως περίεργα φαινόμενα, τα οποία διαδραματίζονταν εκεί τις τελευταίες δέκα ημέρες και συγκεκριμένα, στο σιδηρουργείο του Μ. Καραμανώλη επί της οδού Λένορμαν 69.

 

Ο Μ. Καραμανώλης βεβαίωνε ότι από την προηγούμενη εβδομάδα άρχισε να παρατηρεί πολλά ασυνήθιστα και ιδιαιτέρως ύποπτα πράγματα, που λάμβαναν χώρα στο σιδηρουργείο του. Μάλιστα, μια μέρα, μόλις άνοιξε την πόρτα και μπήκε μέσα, έμεινε κατάπληκτος, διότι βρήκε τα πάντα σκορπισμένα και ακατάστατα. Διάφορα εργαλεία, τα οποία τα είχε ταξιθετήσει ο ίδιος αποβραδίς, είχαν αλλάξει θέσεις και είχαν βρεθεί στα πιο απίστευτα σημεία.

 

Σε μια άλλη περίσταση, με το που μπήκε στην επιχείρησή του, είδε άφωνος πως είχε μετακινηθεί ένα πελώριο καζάνι από χυτοσίδηρο σε μεγάλη απόσταση, το βάρος του οποίου ξεπερνούσε τα 200 κιλά. Μα, η κατάπληξή του υπήρξε ακόμη μεγαλύτερη, όταν την επόμενη ημέρα βρήκε πάνω σ’ ένα τεντωμένο παλιό σχοινί, σχεδόν σάπιο από την πολυκαιρία, διάφορα άλλα εργαλεία, εξαιρετικά βαριά, τα οποία ήταν τοποθετημένα στη σειρά με μεγάλη σχολαστικότητα και επιμέλεια.

 

Όλες εκείνες τις μέρες, η πόρτα του σιδηρουργείου βρισκόταν πάντοτε κλειδωμένη, καθώς και τα δυο παράθυρα, που έβλεπαν στην αυλή του γειτονικού σπιτιού. Εν τω μεταξύ, παρά την απίστευτη ακαταστασία, δεν έλειπε από το μαγαζί ούτε μια βίδα.

 

Ο 16χρονος μαθητευόμενος τεχνίτης του σιδηρουργείου, Νικόλαος Ματζώρος, αφηγήθηκε ένα άκρως ανορθόδοξο συμβάν. Εκεί που έτρωγε ήσυχος το κολατσιό του, είδε ξαφνικά να κατεβαίνει από την καπνοδόχο του καταστήματος ένας εύζωνας ντυμένος στα ολόχρυσα, ο οποίος μάλωσε τον νεαρό και του ζήτησε να μάθει τι γύρευε στην περιουσία του αδελφού του.

 

Εξάλλου, όλοι οι θαμώνες του διπλανού καφενείου, όπως και ο ίδιος ο ιδιοκτήτης του, ο κύριος Λάζος, ισχυρίζονταν ότι για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα άκουγαν κάθε νύχτα μυστηριώδεις κρότους, προερχόμενους από το κλειστό σιδηρουργείο. Μάλιστα, οι κρότοι αυτοί ήταν τόσο δυνατοί, που έμοιαζαν σαν κάποιος να χρησιμοποιεί τρυπάνι.

 

Επίσης, πολλά άλλα αξιόπιστα πρόσωπα, όπως ο Ν. Νικολόπουλος, πρώην Υπομοίραρχος, ο οποίος κατοικούσε στη γειτονιά, πολύ κοντά στο σιδηρουργείο, διαβεβαίωνε ότι έξι μήνες πριν, ο προηγούμενος μαθητευόμενος τεχνίτης του εργαστηρίου αρνούνταν να κοιμάται εκεί τις νύχτες, διότι υποστήριζε ότι «το μαγαζί είχε αερικά και φαντάσματα».

 

Ο Διοικητής του 6ου Παραρτήματος της Γενικής Ασφάλειας, που είχε σπεύσει να εξετάσει το περιστατικό, ανέφερε ότι δεν υπήρχαν απτές αποδείξεις ότι το μέρος ήταν στοιχειωμένο, όπως επέμεναν οι περίοικοι. «Ίσως πρόκειται για φαρσέρ, αλλά και πάλι δεν είμαστε βέβαιοι. Πάντως, είναι πραγματικά περίεργο…» δήλωσε.

 

Παρά τις διαβεβαιώσεις για το αντίθετο, οι κάτοικοι της συνοικίας του Κολωνού, ειδικά όσοι κατοικούσαν στην οδό Λένορμαν, επέμεναν πως το εν λόγω σιδηρουργείο ήταν στοιχειωμένο και πως έκρυβε κάποιο σκοτεινό μυστικό.

 

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 03/09/1930…