Το λυκόφως μας βρήκε στους πρόποδες του Ιερού Βουνού. Χτυπήσαμε την πόρτα ενός κελιού. Ησυχία, Κανείς δεν μας άνοιξε. Στο επόμενο κελί το ίδιο. Ξαφνικά από επάνω μέσα από τους θάμνους μία φωνή ακούστηκε στα Ρώσικα : "Ποιος είναι εκεί;"

"Προσκυνητές από τη Μόσχα".

Μεσολάβησε μια μικρή παύση : "Ελάτε εδώ". Έτσι βρεθήκαμε στο κελί του Ρώσου ερημίτη Βενεδικτίνου, φτιαγμένο από επίπεδες πέτρες η μία πάνω από την άλλη χωρίς τσιμέντο. Οι αναχωρητές δεν έχουν σπίτια. Γίναμε δεκτοί από τον υποτακτικό του, πατέρα Κούκσα.

"Και είμασταν έτοιμοι να κοιμηθούμε στο γρασίδι".

Ο συνομιλιτής μας κούνησε το κεφάλι του : "Εδώ, ιδιαίτερα στα Καρούλια, είναι καλύτερα να μην κοιμάστε έξω"

"Φίδια;"

Ο πατέρας Κούκσα μας κοίταξε έντονα και σοβαρά. Έμοιαζε να ζυγίζει την αντίδρασή μας σχετικά με αυτό που ήταν έτοιμος να μας πει. Τελικά μας είπε : "Δαίμονες... Αρχίζει κάπως έτσι... Ξεκινάς να προσεύχεσαι και αρχίζουν χτυπήματα από οπλές στο κελί. Σαν να καλπάζει ένα μουλάρι. Μα πως είναι δυνατόν με μία άβυσσο να χάσκει από τη μια και μια πλαγιά από την άλλη; Προσπαθούν μα σε τομοκρατήσουν. Κάποιες φορές υπάρχει τέτοια βοή που οι τρίχες σου στέκονται όρθιες. Μια φορά με είχε καταλάβει ένας απερίγραπτος τρόμος χωρίς φανερή αιτία. Εκείνη τη στιγμή το κρεβάτι έπεσε και μια ολόκληρη στρατιά από αρουραίους άρχισαν να τριγυρίζουν στο πάτωμα. Σηκώθηκα... και δεν μπορούσα να θυμηθώ την προσευχή του Χριστού. Προσπάθησα γράμμα γράμμα. Τελικά, μπόρεσα να υπερισχύσω και ο φόβος υποχώρησε. Δεν έχει περάσει πολύς καιρός και ένας ιερέας και προσκυνητής πέρασε τη νύχτα στο γειτονικό κελί. Σκέφτηκε, προφανώς, πως φοβόμουν και τη σκιά μου από τη μοναξιά. Αλλά το πρωί ήρθε χλωμός σαν φάντασμα.

"Τη νύχτα", είπε κάποιος με άρπαξε από τα χέρια και τα πόδια και προσπάθησε να με τραβήξει έξω από το κελί. Και δύο βήματα πέρα από τη πόρτα υπάρχει η άβυσσος. Δεν μπορούσα να δω τίποτα.", Κρατούσαν τον ιερέα τόσο σφιχτά που δεν μπορούσε να κάνει το σταυρό του. Τελικά το κατόρθωσε. Άναψε το φακό του. Δεν ήταν κανείς εκεί..."

Λίγες μέρες μετά ένας συνταξιδιώτης μου που πέρασε τη νύχτα σε ένα γειτονικό κελί μου είπε : "Ξέρεις τι έπαθα εκείνη τη νύχτα; Ξύπνησα και δίπλα μου υπήρχε η γυναίκα μου. Έχει πεθάνει πριν ενάμιση χρόνο. Αισθανόμουνα τη ζέστη του κορμιού της. Τα ίδια συναισθήματα μου ξυπνούσαν όταν ήταν ζωντανή. Μου έγνεψε και έγειρα και τη φίλισα... και εκείνη τη στιγμή το όραμα εξαφανίστηκε".