Καθήμενος μπροστά στον Τάφο του Αγίου Ιακώβου Τσαλίκη.

Ήταν τέλος του 1985, 26 Δεκεμβρίου, και δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπα τον Άγιο Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη.

Φτάσαμε στο Μοναστήρι του Οσίου Δαυίδ οικογενειακώς με τη γυναίκα και τα τρία, τότε, παιδάκια μας και ενώ στάθμευα το αυτοκίνητο έξω από τη Μονή, προσέξαμε ότι στο διπλανό αυτοκίνητο ήταν ανοικτές διάπλατα και οι τέσσερις πόρτες, ενώ από μέσα, στο Ναό, ακούγονταν φωνές αγριεμένου, ορμητικού δαιμονίου, που έβριζαν τον Χριστό, τους παππάδες, τον Άγ. Γέροντα Ιάκωβο Τσαλίκη.

Μπαίνοντας στον Ναό, είδαμε τον Άγιο Γέροντα με πετραχήλι, κρατώντας στα χέρια του λείψανα Αγίων, να τα ακουμπά στο κεφάλι μιας κοπέλας, που τιναζότανε με οργή και ούρλιαζε με αντρική, άγρια φωνή.

Κάποια στιγμή ηρέμησε η κοπέλα, που ήταν εκεί με τον άντρα, το παιδί της και τον αδελφό της.

Ήλθαν από Θεσσαλονίκη.

Πριν, την είχαμε δει μπροστά στο λείψανο του Αγίου Ιωάννη του Ρώσου να μαίνεται και να κτυπιέται και να βρίζει, ώσπου της έριξαν Αγιασμό και ησύχασε για λίγο.

Το βράδυ στη Μονή Οσίου Δαυίδ δειπνούσαμε όλοι μαζί και η κοπέλα ομολογούσε, ότι φαινόταν σαν να είχε κατάθλιψη, ώσπου μια μέρα, σε Ναό της Θεσσαλονίκης, φώναξε το δαιμόνιο.

Ζήτησαν από το Άγιο Όρος βοήθεια και της είπαν, μόνο ο π. Ιάκωβος Τσαλίκης στον Όσιο Δαυίδ θα τη βοηθούσε.

Στον δρόμο από τον Άγιο Ιωάννη προς τη Μονή, κλώτσαγε το δαιμόνιο προς το τιμόνι του αυτοκινήτου και ούρλιαζε λέγοντας:

– Όχι, μη με πάτε στον κοκκαλιάρη τον Τσαλίκη, αυτός θα με βγάλει!

Ο Γέροντας άκουε νηφάλιος, αλλά και χαρούμενος, διότι το δαιμόνιο υποτάχθηκε στην Εξουσία του Αγίου Πνεύματος, που μέσα του ήταν Ηγεμονικό σε όλες του τις εκφράσεις, κατά τον λόγο του Δαυίδ, που ζητά να τον στηρίξει ο Θεός με Πνεύμα Ηγεμονικό.